Τα φορολογικά συστήματα στην Πελοπόννησο από την Άλωση του 1204 μέχρι το τέλος της Τουρκοκρατίας Η φορολογία επί Ενετικής και Τουρκικής κυριαρχίας σε Πελοπόννησο - Αργολίδα

Στο κείμενο που ακολουθεί, επιχειρείται να γίνει μια συνοπτική αναφορά στα χαρακτηριστικά των φορολογικών συστημάτων που ίσχυσαν στην Πελοπόννησο -με κατά το δυνατό έμφαση στην Αργολίδα- κατά τις περιόδους μετά την Λατινική Άλωση (1204) και έως την επανάσταση του 1821.

Επιμέλεια κειμένου Δημήτρης Πειρούνης

Στο κείμενο που ακολουθεί, επιχειρείται να γίνει μια συνοπτική αναφορά στα χαρακτηριστικά των φορολογικών συστημάτων που ίσχυσαν στην Πελοπόννησο -με κατά το δυνατό έμφαση στην Αργολίδα- κατά τις περιόδους μετά την Λατινική Άλωση (1204) και έως την επανάσταση του 1821.

Η διαδικασία είσπραξης φόρων, η γραφειοκρατική οργάνωση, τα είδη των (άμεσων και έμμεσων) φόρων, οι δυνατότητες αντίδρασης κατά της φορολογίας, τα υποκείμενα και τα αντικείμενα της φορολόγησης της περιόδου από την Φραγκοκρατία και έως το τέλος της Τουρκοκρατίας παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τόσο υπό την Ενετική (Α` και Β` Ενετοκρατία) όσο και υπό την Τουρκική κυριαρχία (Α` και Β` Τουρκοκρατία).

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα αποτελέσματα της υπερφορολόγησης και της καταπίεσης των κατοίκων. Μπορούν να οδηγήσουν σε χρήσιμα συμπεράσματα ακόμα και σήμερα. Δυνατότητες προσφυγής κατά της φορολογίας υπήρχαν, αλλά εντελώς διαφορετικές για κάθε σύστημα, ενώ συναντώνται και φορολογικές ατέλειες και φοροαπαλλαγές οι οποίες δίνονταν όχι σπάνια και με κριτήρια αρκετά ιδιαίτερα θα έλεγα.

Δεδομένης της ιστορικής περιόδου που αφορούν, είναι αναμενόμενο τα εξεταζόμενα φορολογικά συστήματα να μην είχαν καμία σχεδόν θεσμική ανταποδοτικότητα για τα υποκείμενα της φορολόγησης, δηλαδή δεν κατεύθυναν συστηματικά τους εισπραττόμενους πόρους, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για δημόσια έργα που θα βελτίωναν την ζωή των κατοίκων δημιουργώντας κοινωνικές υποδομές π.χ. για την παραγωγή, ρύθμιση και διανομή του αγαθού της υγείας, της μάθησης, της ύδρευσης, της άρδευσης, κοκ. Αν και τα πλεονάσματα τα οποία φοροεισπράττονταν προορίζονταν σε κάποιες περιπτώσεις για την δημιουργία οχυρωματικών έργων ή έργων π.χ. άρδευσης, η διοίκηση ωστόσο δεν είχε τέτοιες υποχρεώσεις και όσα έργα λάβαιναν χώρα είχαν περισσότερο την έννοια της εύνοιας και της καλλιέργειας συναίνεσης προς τους υπηκόους, παρά υποχρέωσης της διοίκησης.

Θέλω να επισημάνω ωστόσο ότι η ουσιαστική νομιμοποίηση οποιουδήποτε φορολογικού συστήματος εξαρτάται αποκλειστικά από την ανταποδοτικότητα του προς τους πολίτες, στους οποίους θα πρέπει να εξασφαλίζει την στοιχειώδη θεσμική παραγωγή, ρύθμιση, και διανομή προνομίων και αγαθών, όπως την παραγωγή, ρύθμιση και διανομή του προνομίου της δικαιοσύνης (βλέπε δικαστήρια), υγείας (βλέπε νοσοκομεία), μάθησης (βλέπε σχολεία), ασφάλειας (βλέπε αστυνόμευση) κοκ, και ότι αυτή είναι η βασική διαφορά και το διακύβευμα που κρίνει εάν ένας πληθυσμός είναι ανεξάρτητος, ή υπό κατάκτηση -σε συνάρτηση πάντα και με την αναγκαία λογοδοσία της διοίκησης-.

 

Ο διαμελισμός του Βυζαντίου κατά την Δ` Σταυροφορία -μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204-

Πριν από τη Δ` Σταυροφορία ο δόγης της Βενετίας Ερρίκος Dandolo, ο μαρκήσιος Βονιφάτιος Μομφερατικός, ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος και Γάλλοι κόμητες υπέγραψαν συμφωνία, γνωστή ως Pactum Commune, με την οποία καθοριζόταν ο τρόπος διανομής των βυζαντινών εδαφών που θα καταλαμβάνονταν. Την επομένη της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης, το 1204, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διαμελίσθηκε και τα εδάφη της μοιράστηκαν μεταξύ των νικητών με την Partitio Terrarum Imperii Romaniae, όπως ονομάζεται το πρωτόκολλο της συμφωνίας διανομής των βυζαντινών εδαφών.

Το Βυζάντιο κατακερματίστηκε σε δουκάτα, βαρωνίες και άλλα κρατίδια υποτελή, συχνά υπό τη διοίκηση τοπικών βυζαντινών αρχόντων (κεφαλάδες), άλλα από αυτά στο Λατίνο αυτοκράτορα, άλλα στους Ενετούς και άλλα σε Φράγκους που είχαν πάρει τίτλους ευγενείας επειδή είχαν διαθέσει στρατιώτες και άλογα για την κατάληψη χωριών και κωμοπόλεων.

Από την πρώτη επίσημη και καταγεγραμμένη μοιρασιά το φθινόπωρο του 1204 μ.χ. προέκυψαν 2 μεγάλες σφαίρες επιρροής: των Ενετών, που αποδείχτηκε η μακροβιότερη και διέθετε την αόρατη συνοχή του εμπορίου, και των Φράγκων, που όμως ήταν κατακερματισμένοι και δίχως ουσιαστικά πολιτική στήριξη από τις πατρίδες τους. Οι συμφωνίες που έγιναν μετά την άλωση προέβλεπαν οι Ενετοί να πάρουν περίπου τα 3/8 της επικράτειας των Βυζαντινών (τα οποία στα χρόνια που ακολούθησαν παρέμειναν σταθερά στα χέρια τους και επαυξήθηκαν) ενώ οι ηγέτες της Σταυροφορίας θα μοιραζόταν τα υπόλοιπα 5/8. Έτσι η πρώτη διανομή δημιούργησε τη Λατινική Αυτοκρατορία των Φράγκων και ένα μεγάλο και σχετικά ενιαίο ναυτικό κράτος (των Ενετών) σε νησιά, λιμάνια και παράλια.

Η Πελοπόννησος μετά την Άλωση

H άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204) υπήρξε κομβικό σημείο για την τύχη της Πελοποννήσου κατά το Μεσαίωνα. Μετά την άλωση η Πελοπόννησος κληρώθηκε στους Ενετούς και αποτέλεσε την μεγαλύτερη σε μέγεθος κτήση τους. Επειδή ωστόσο δεν είχαν χερσαίες δυνάμεις, ανέλαβε την κατάκτηση της, ο Βονιφάτιος Μομφερατικός και στη συνέχεια, άλλοι Φράγκοι ιππότες. Αυτοί έθεσαν, ως πρωταρχικούς στόχους τους, την κατάκτηση των φρουρίων του Ναυπλίου, του Άργους και της Κορίνθου.

 

Α/ Το Ενετικό φορολογικό σύστημα  

Φραγκοκρατία, Ενετοκρατία

Μετά την Άλωση του 1204 εμπόδιο των Φράγκων στην Πελοπόννησο αποτέλεσε αρχικά ο Βυζαντινός άρχοντας Λέων Σγουρός, όμως με το θάνατο του -πιθανότατα στην Ακροκόρινθο το 1209- οι Ναυπλιείς παρεχώρησαν το 1212 δια συνθήκης προς τον Γοδοφρείδο Α’ Βιλλαρδουΐνο, ένα αυτοτελές τμήμα της πόλης, καθώς και το αντίστοιχο ανατολικό φρούριο. Έκτοτε αρχίζει η Φραγκική κυριαρχία επί του Άργους και του Ναυπλίου, υπό την αυθεντία μάλιστα, των μεγάλων Δουκών των Αθηνών, του οίκου de la Roche, στους οποίους τελικά περιήλθαν οι δύο πόλεις.

Το 1389 έχουμε την έναρξη της Α' Ενετοκρατίας στο Ναύπλιο -και αντίστοιχα στο Άργος το οποίο υπαγόταν σε αυτό ως μικρότερη κτήση- (η οποία διήρκεσε έως την τουρκική κατάκτηση -το 1463 περίπου για το Άργος και το 1540 για το Ναύπλιο). Η Βενετία το απέκτησε αναίμακτα από τους Φράγκους, αντί οικονομικού ανταλλάγματος, καθώς το 1389 η κόρη του αποβιώσαντα Φράγκου ηγεμόνα της πόλης Guy d‘ Enghien, Μαρία, το παρέδωσε στους Βενετούς μετά το θάνατο και του άντρα της Πέτρου Κορνάρου -υπέγραψε τη συμφωνία παραχώρησης των δικαιωμάτων της επί της Αργολίδας προς τη Γαληνότατη τη 12η Δεκεμβρίου 1388 -. Μετά από παρένθεση Τουρκικής κατάκτησης η Β` Ενετοκρατία στην Πελοπόννησο  επανήλθε από το 1686 ως το 1715, όποτε η Πελοπόννησος χωρίστηκε σε 4 Νομούς-Επαρχίες,  της Ρωμανίας, της Αχαΐας, της Μεσσηνίας, της Λακωνίας, οι οποίες αντιστοιχούσαν σε 24 περιοχές (που ταυτίζονταν με τα 24 πρώην τουρκικά βιλαέτια).

Σημειωτέον ότι η φορολογική πολιτική των ενετικών κτήσεων δεν ήταν ίδια παντού. Εξαρτώταν τόσο από τα τοπικά προϊόντα που παράγονταν (στην κτήση), όσο και από το προϋπάρχον (της ενετικής κυριαρχίας) φορολογικό σύστημα, δηλαδή ουσιαστικά τις διευθετήσεις που η βυζαντινή διοίκηση είχε κάνει για την είσπραξη των φόρων και τα τοπικά έθιμα που η προηγούμενη διοίκηση ακολουθούσε.

Κάθε μεγάλη ενετική κτήση είχε ένα Δημόσιο Ταμείο (Camera). Το 16ο αιώνα Δημόσιο Ταμείο (Camera) είχαν π.χ. η Κέρκυρα, η Κεφαλονιά, η Λευκάδα, το Ναύπλιο, η Κρήτη, η Κύπρος και αρκετές άλλες κτήσεις. Η οικονομική πολιτική της Βενετίας αποσκοπούσε στην εκμετάλλευση και απομύζηση των πλουτοπαραγωγικών πόρων των κτήσεων της, γι’ αυτό και το φορολογικό της σύστημα είχε ως στόχο τον περιορισμό των τοπικών εξόδων και την εισροή κεφαλαίων στα ταμεία της. Το τυχόν πλεόνασμα αυτού του ταμείου -που προέκυπτε από την είσπραξη των φόρων- μεταβιβαζόταν στη μητρόπολη. Αναφέρονται αρκετές περιπτώσεις, κατά τις οποίες με εντολή της μητρόπολης το πλεόνασμα του Ναυπλίου χρησίμευε στην εξυπηρέτηση των αναγκών του στόλου που κατέπλεε στην πόλη ή αποστελλόταν στο Ταμείο της Κρήτης ή σε άλλη πόλη, για να καλυφθούν έκτακτες ανάγκες.

Υπήρχε αυστηρή γραφειοκρατική οργάνωση των ταμείων των κτήσεων και για την καταγραφή των λογιστικών στοιχείων απασχολούνταν ειδικοί υπάλληλοι, ενώ σε ειδικά λογιστικά βιβλία του Δημόσιου Ταμείου τηρούνταν οι χρεώστες, (τα οποία μάλιστα από ένα χρονικό σημείο και μετά αποστέλλονταν για έλεγχο στην Κρήτη). Υπήρχε ειδικό βιβλίο των οικονομικών υπηρεσιών καταγραφής όσων είχαν φέουδα, ειδικό βιβλίο για τους χρεώστες του φόρου “ζέμορο”, ειδικό βιβλίο για τους μισθωτές αμπελώνων από το κράτος, ειδικό βιβλίο για όσους χρωστούσαν διαφορά ποσά στο κράτος κτλ.

Η Διαδικασία είσπραξης φόρων

Η συνήθης πρακτική για τη συλλογή των φόρων από το κράτος ήταν η ενοικίαση μετά από δημόσιο πλειστηριασμό των δικαιωμάτων είσπραξης σε ιδιώτες. Ήδη από τις αρχές του 15ου αιώνα η είσπραξη των φόρων στο Ναύπλιο γινόταν με αυτήν την πρακτική της εκμίσθωσής τους σε φοροεισπράκτορες.  Γνωστοί πλειοδότες-μισθωτές φόρων στο Ναύπλιο ήταν αρκετά μέλη της οικογένειας των Κατέλλων, ο Nicoresin Argirofo, ο Nicoresin da Syo, μέλη της οικογένειας De Nassin και διάφορα μέλη της οικογένειας Da Londa.

Η ενοικίαση λάμβανε χώρα μετά από δημόσιο πλειστηριασμό στη κεντρική πλατεία του Ναυπλίου και ήταν διαδικασία αυστηρά προκαθορισμένη με διατάγματα. Γινόταν από τους αρμόδιους υπαλλήλους - και αφού αυτό είχε γνωστοποιηθεί στον Προϊστάμενο της Γραμματείας- σε συγκεκριμένη μέρα και ώρα, ενώ τηρείτο ειδικό βιβλίο μισθωτών με ονόματα και χρηματικές εγγυήσεις που κατέβαλαν στο κράτος, πριν αναλάβουν την μίσθωση κάποιου φόρου. Τυχόν διαφωνία κατά την εκμίσθωση των φόρων που θα οδηγούσε σε ενστάσεις εκδικαζόταν από το ανώτερο δικαστήριο της πόλης.

Ο πλειοδότης φοροεισπράκτορας κατέβαλε προκαταβολικά μέρος των οφειλόμενων (από τον πλειστηριασμό) στο δημόσιο ταμείο και στη συνέχεια ξεκινούσε την είσπραξη των φόρων από τους φορολογούμενους -βάση καταλόγων τους οποίους του χορηγούσαν οι οικονομικές υπηρεσίες-. Όφειλε δε να τηρεί λεπτομερή βιβλία, όπου θα κατέγραφε τόσο τις εισπράξεις, όσο και τα ονόματα των υπόχρεων στο φόρο. Το σύστημα αυτό εξασφάλιζε μεν στη Βενετία τη σταθερή είσπραξη των φόρων, ήταν όμως πηγή πολλών αυθαιρεσιών (ιδίως στην είσπραξη του φόρου της δεκάτης κατά αρκετές πηγές).

Για την καταπολέμηση της αισχροκέρδειας και της υπερφορολόγησης των πολιτών η μητρόπολη Βενετία είχε λάβει κάποια μέτρα, όριζε ειδικό υπάλληλο εκτιμητή των οφειλόμενων φόρων, ο οποίος συνέτασσε, πριν από τη φορολόγηση, ειδικούς καταλόγους με το ατομικό εισόδημα των φορολογούμενων. Παράλληλα απαιτούσε την τήρηση βιβλίου είσπραξης φόρων, ενώ υπήρχε υποχρέωση των γραμματέων να εκδίδουν αποδείξεις εξόφλησης των οφειλών. Υπήρχε επίσης δυνατότητα εκδίκασης από τα τοπικά δικαστήρια των φορολογικών διαφορών ανάμεσα στους φοροεισπράκτορες και τους φορολογούμενους. Βέβαια αρκετοί εύποροι κάτοικοι όταν θεωρούσαν ότι αδικούνταν προσέφευγαν κατευθείαν στην μητρόπολη Βενετία για να εκθέσουν τα παράπονα τους και να τακτοποιήσουν τις φορολογικές υποχρεώσεις τους ή ακόμη για να αιτηθούν φορολογικές απαλλαγές.

Φορολογούμενοι, είδη φόρων και θέσπιση φορολογικών ατελειών και απαλλαγών

Στο Ενετικό φορολογικό σύστημα υποκείμενα της φορολόγησης ήταν όλοι οι πολίτες ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης. Πλην όμως, υπήρχαν πολλές διακρίσεις ανάμεσα στους γηγενείς και τους Ενετούς πολίτες και ακόμα τους τρίτους -ξένους προς την κτήση-, ορισμένα μέτρα καταναγκασμού για την απόδοση φόρων εφαρμόζονταν μόνο σε αλλοδαπούς (π.χ. ο εγκλεισμός για να μη διαφύγουν χωρίς να τους αποδώσουν, που δεν εφαρμοζόταν από ένα χρονικό σημείο και μετά στους κατοίκους των κτήσεων) ή ορισμένοι φόροι δεν αποδίδονταν καθόλου από τους Ενετούς (για παράδειγμα μόνο τα μη ενετικά πλοία πλήρωναν φόρο όταν φόρτωναν εμπορεύματα σε ενετικούς λιμένες).

Αντικείμενα της φορολόγησης ήταν  οι μισθοί, τα εισοδήματα κάθε είδους και η τιμή κάθε προϊόντος, είτε ήταν γεωργικά προϊόντα, είτε βιοτεχνικά, είτε ήταν φόρος που αντιστοιχούσε σε κάθε δημόσια υπηρεσία που παρεχόταν.

Οι πολίτες των κτήσεων κατέβαλλαν στο κράτος ένα πλήθος από άμεσους και έμμεσους φόρους. Στους άμεσους φόρους ο πιο κοινός ήταν η δεκάτη, η οποία εφαρμοζόταν επί των γεωργικών προϊόντων, επί των κτηνοτροφικών προϊόντων, επί των μισθών και επί όλων των εισοδημάτων γενικώς. Άμεσοι φόροι, οι οποίοι είλκαν την καταγωγή τους από το βυζαντινό φορολογικό σύστημα που είχε προηγηθεί, ήταν το ακρόστιχο, το αερικό, το ζευγαρίκιο, το γημόριο, το βιλλαντικό, το καπνικό. Επίσης άμεσοι φόροι ήταν ο φόρος της νομής των ζώων (το herbatigo, φόρος προς τον ιδιοκτήτη των βοσκοτόπων) και ο φόρος των εστιών.

Οι έμμεσοι φόροι υπολογίζονταν επί της τιμής της κατανάλωσης των προϊόντων, αλλά και επί της παροχής υπηρεσιών της δημόσιας διοίκησης. Έμμεσοι φόροι ήταν οι δασμοί εισαγωγών ή εξαγωγών των προϊόντων, οι φόροι στα άλευρα, ο φόρος στα οινοπωλεία, ο φόρος στο αλάτι, ο φόρος στο ξύλο, ο φόρος των δικαιωμάτων λιανικής πώλησης, ο φόρος εισόδου πλοίου σε λιμένες, ο φόρος επί των εμπορευμάτων που φορτώνονταν σε μη ενετικά πλοία, τα τέλη διαμετακόμισης, τα τέλη των πορθμείων, ο φόρος της μεσιτείας, ο φόρος στο λευκό κερί, ο φόρος επί του δικαιώματος πώλησης ψαριών -που ισοδυναμούσε με την άδεια άσκησης επαγγέλματος του ιχθυοπώλη-, ο φόρος datio delia porta δηλαδή των ζώων που εισάγονταν ή εξάγονταν από το Ναύπλιο, ο φόρος επί των σφαγίων που εξαρτώταν από το μέγεθος του ζώου, ο φόρος vigilatico που αφορούσε την χρηματοδότηση δαπανών -σε εργατικά και υλικά- για την κατασκευή των τειχών.

Χαρακτηριστικά ο Αθανάσιος Κονδύλης σχετικά με την ενετική φορολογία στο Ναύπλιο αναφέρει :

Οι δέκα σημαντικότεροι φόροι, για τους οποίους υπάρχουν αρκετές αρχειακές αναφορές και τους οποίους πλήρωναν σχεδόν όλοι οι Ναυπλιώτες ήταν οι εξής :

1 ) Φόροι επί των σιτηρών και άλλων αγροτικών προϊόντων. Οι φόροι που πλήρωναν οι παραγωγοί ήταν κυρίως το «zemoro», δηλαδή η δεκάτη επί των παραγόμενων αγροτικών αγαθών και το «somazo», που αφορούσε την εισαγωγή στην πόλη ενός αγροτικού προϊόντος για πώληση. Η εξαγωγή σίτου γινόταν μόνο κατόπιν αδείας της Διοίκησης του Ναυπλίου. Αντίθετα, η πόλη εισήγαγε αρκετά σιτηρά από άλλες κτήσεις και τα πλοία που κατέφταναν φορτωμένα με σιτάρι φορολογούνταν στο λιμάνι. Το 16° αιώνα, όσοι χονδρικώς (in grosso) πωλούσαν ή αγόραζαν σιτάρι, όφειλαν να πληρώνουν το φόρο της δεκάτης μέχρι το τέλος μαρτίου του επόμενου χρόνου. Η χονδρική πώληση σιτηρών επιβαρυνόταν με έκτακτους φόρους, γεγονός που συχνά προκαλούσε τις διαμαρτυρίες των κατοίκων, οι οποίοι ζητούσαν από τη μητρόπολη φορολογικές απαλλαγές.

2) Ο φόρος του αλατιού, ο οποίος ενοικιαζόταν κάθε τρία χρόνια και απέφερε στο Ταμείο της πόλης τουλάχιστον 12.000 υπέρπυρα. Το αλάτι προερχόταν από τις αλυκές του Θερμησίου και το 1531 η ετήσια παραγωγή ανήλθε σε 2.000 mozza (667.000 λίτρα). Κάθε πλειοδότης-μισθωτής όφειλε να πωλεί πρώτα το περίσσευμα αλατιού που είχε από τον προηγούμενο μισθωτή και μετά να πωλεί το καινούργιο.

3) Ο φόρος της μεσιτείας (messetaria). Αρχικά σχετιζόταν με τους μεσίτες του χονδρικού εμπορίου και επιβαλλόταν επί της αγοραπωλησίας οποιουδήποτε εμπορεύματος ή ακινήτου. Το 14° αιώνα ήταν ύψους 1% και τόν κατέβαλλαν εξ ημισείας και οι δύο εταίροι της αγοραπωλησίας, αν και συνήθως το ποσοστό του φόρου άλλαζε και καθοριζόταν από την εκάστοτε Διοίκηση της κτήσης. Το 16° αιώνα αυτός ο φόρος στο Ναύπλιο ανερχόταν στο 0,5% επί παντός πωλούμενου εμπορεύματος, εκμισθωνόταν για 12 μήνες και μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις για 18 μήνες. Κανείς δε μπορούσε να είναι μεσίτης (messela, missiiis, sensarius) χωρίς την άδεια του κράτους. Επειδή απέφερε μεγάλα έσοδα, γι' αυτό ο πλειστηριασμός αυτού του φόρου είχε αρκετούς ενδιαφερομένους.

4) ο φόρος σε κερί, και μάλιστα σε λευκό κερί, το οποίο θεωρούνταν αρίστης ποιότητας. Τόν πλήρωναν όλοι οι κάτοικοι, υπολογιζόταν σε λίβρες και ελάχιστοι μόνο πολίτες ήταν απαλλαγμένοι, κυρίως οι πιο πτωχοί που κατοικούσαν έξω από τα ανατολικά τείχη της πόλης. Από το κράτος είχαν καθοριστεί ειδικές πληρωμές σε κερί για τους Φεουδάρχες του Ναυπλίου και για τους επαγγελματίες που διέθεταν καταστήματα στην κεντρική πλατεία της πόλης.

5) Ο φόρος επί του δικαιώματος πώλησης ψαριών. Ο φοροεισπράκτορας που εισέπραττε το φόρο, χορηγούσε και την άδεια άσκησης επαγγέλματος στους ιχθυοπώλες. Επίσης, υπήρχε επιπλέον φόρος 1 % επί της πώλησης των ψαριών για τους μισθούς και τη στέγαση των μισθοφόρων.

6) Φόρος οινοπωλείων ή λιανικής πώλησης κρασιού (spina ή quartaria). Την 1 η Οκτωβρίου 1500 εκμισθώθηκε για 2.088 υπέρπυρα 1419, ενώ την περίοδο 1523-1528 χορηγήθηκε φορολογική απαλλαγή στους κατοίκους του Ναυπλίου και πληρωνόταν μόνον ο μισός φόρος.

7) Ο φόρος «datio delia Porta». Τόν πλήρωναν οι μη Βενετοί υπήκοοι των ζώων που εισάγονταν ή εξάγονταν από το Ναύπλιο και ανερχόταν σε 2 τορνέζια για κάθε ζώο. Κατά τα έτη 1529-1531 η είσπραξη του φόρου ενοικιαζόταν για 500 υπέρπυρα ετησίως και πληρωνόταν μόνον από τους Οθωμανούς υπηκόους.

8) Ο φόρος «vigilatico», ο οποίος χρησιμοποιούνταν, για να πληρώνονται οι μισθοί των εργατών αλλά και για να αγοράζονται υλικά για την κατασκευή του τείχους. Στις αρχές του 15ου αιώνα απέφερε στο Ταμείο της πόλης 744 υπέρπυρα ετησίως (560 δουκάτα) και καταργήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1412, μετά από αίτηση των κατοίκων.

9) Ο φόρος επί των σφαγείων ή «delia Becharia». Στο Ναύπλιο ενοικιαζόταν για τρία χρόνια και ήταν ανάλογος με το βάρος και την ποιότητα του σφαγίου.

10) Ο φόρος για τη νομή των ζώων (herbadigo). Πληρωνόταν από τους ιδιοκτήτες των ζώων στους ιδιοκτήτες των βοσκότοπων, πολλοί από τους οποίους ήταν κρατικοί. Ανάλογος φόρος επιβλήθηκε το 1451 στους ξένους κτηνοτρόφους, μετά από διαμαρτυρία των κατοίκων του Ναυπλίου στη Βενετία ότι τα ζώα των υπηκόων του Δεσπότη Δημητρίου Παλαιολόγου χρησιμοποιούσαν δωρεάν τους βοσκότοπους στην Αργολίδα.

Φορολογικές ατέλειες, φοροαπαλλαγές, ρυθμίσεις χρεών και χρηματοδότηση από την μητρόπολη – αναγκαστικά μέτρα είσπραξης των φόρων

Ας σημειωθεί, τέλος, ότι όχι σπάνια δίνονταν φορολογικές απαλλαγές ή ατέλειες ή εξαιρέσεις σε διάφορες πληθυσμιακές ομάδες (μέλη αστικών κοινοτήτων ή ακόμα και σε πληθυσμούς που μεταφέρονταν από άλλες περιοχές για την ενίσχυση της γεωργίας, όπως έγινε το 1397 μετά από μια καταστροφική τουρκική επιδρομή και την ερήμωση της Αργολικής υπαίθρου, οπότε δόθηκαν απαλλαγές σε πληθυσμούς -αρβανίτες και ορεσίβιους- για να την πυκνώσουν) ή και σε περιοχές που υποτάχθηκαν χωρίς αντίσταση ή σε παράλιες ή νησιώτικες περιοχές που δέχονταν πολλές εχθρικές επιδρομές.

Σημειωτέον ότι μετά τη λήξη του δευτέρου βενετοτουρκικού πολέμου το 1503 η χάραξη των βενετοτουρκικών συνόρων άφησε ελάχιστη καλλιεργήσιμη γη στους Ναυπλιώτες αγρότες και stratioti, με αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να μεταναστεύσουν σε τουρκοκρατούμενες περιοχές, για να αποκτήσουν μεγαλύτερους και παραγωγικότερους αγροτικούς κλήρους, και να μειωθούν σε μεγάλο βαθμό οι φορολογούμενοι αγρότες και συνακόλουθα τα έσοδα του Ναυπλίου από τους γεωργικούς φόρους.

Ο Α. Κονδύλης σχετικά με τις ενετικές φορολογικές ατέλειες, φοροαπαλλαγές, ρυθμίσεις χρεών αναφέρει :

Η Βενετία προσπάθησε να ενισχύσει την τοπική κοινωνία και οικονομία του Ναυπλίου, που είχαν πληγεί κατά τη διάρκεια του δευτέρου βενετοτουρκικού πολέμου, λαμβάνοντας σοβαρά μέτρα ήδη από τις αρχές του 16ου αιώνα. Σε αυτό το πλαίσιο απαγόρευσε δια νόμου τη φυλάκιση πολιτών για χρέη προς το Δημόσιο, ενώ συμβούλευε τους Διοικητές να λαμβάνουν μέριμνα, ώστε να γίνεται ευνοϊκή ρύθμιση των χρεών. μια ανάλογη ρύθμιση έγινε το 1535 ειδικά για τους stratioti, οι οποίοι όφειλαν διάφορα μικροποσά.

Επίσης, για χρέη κάτω των 4 δουκάτων δεν επιτρεπόταν να γίνεται εκποίηση ακινήτων (γης, σπιτιών, αποθηκών, κ.τ.λ.), ενώ η φυλάκιση για χρέη ίσχυε μόνο για τους ξένους (forestieri), που διέμεναν προσωρινά στην πόλη και ήταν ύποπτοι φυγής.

Στο ίδιο πλαίσιο το 1499 και το 1501 η Βενετία χορήγησε σε 40 οικογένειες του Ναυπλίου δεκαετή φορολογική απαλλαγή, ώστε να αποκαταστήσουν τις κατεστραμμένες από τον πόλεμο περιουσίες τους. Η ίδια φορολογική απαλλαγή ίσχυσε αργότερα για όλους τους κατοίκους του Ναυπλίου και το 1506 επεκτάθηκε στα 15 έτη. Αυτό το μέτρο καταργήθηκε το 1519, αλλά αργότερα οι Ναυπλιώτες, ύστερα από συνεχείς αιτήσεις τους στη Βενετία, έλαβαν και νέες φορολογικές απαλλαγές.

Στα μέσα του 15ου αιώνα η κατάσταση του Ταμείου του Ναυπλίου άρχισε σταδιακά να επιδεινώνεται και η πόλη δανειζόταν χρήματα από άλλες κτήσεις, για να ολοκληρώσει τις οχυρωματικές εργασίες. Έτσι, το 1442 δόθηκε εντολή στο Ναύπλιο να δανείζεται για πέντε χρόνια από το Ταμείο της Χαλκίδας 200 δουκάτα ετησίως (δηλαδή, συνολικά 1.000 δουκάτα) για τις εργασίες που ήταν σε εξέλιξη στα τείχη του. Η κατάσταση δε βελτιώθηκε τα επόμενα χρόνια και σύμφωνα με μια αναφορά, όταν ήταν Υπεύθυνος των Οικονομικών Υπηρεσιών του Ναυπλίου ο Retro de Canali πριν από το 1453, τα έσοδα ήταν τόσο μειωμένα, αφού αρκετοί ιδιώτες χρωστούσαν διάφορα ποσά, ενώ δεν περίσσευαν χρήματα στο Ταμείο της πόλης ούτε και για την πληρωμή του δικού του μισθού. Το θέμα απασχόλησε σοβαρά και τους κατοίκους της πόλης, οι οποίοι το 1450 απέστειλαν πρεσβεία στη μητρόπολη και ανέφεραν, ότι τα έξοδα του Ταμείου ήταν αυξημένα, ενώ τα έσοδα αρκετά μειωμένα. Κατά την άποψή τους αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι η Διοίκηση είχε παραχωρήσει αρκετά φέουδα σε Αλβανούς και άλλους εποίκους, οι οποίοι όχι μόνο τά είχαν παραμελήσει, αλλά δεν πλήρωναν και φόρους.

Επιπλέον, η ταραγμένη πολιτική κατάσταση στην Πελοπόννησο και, μετά το 1457, ο πόλεμος ανάμεσα στους Δεσπότες του Μυστρά, είχαν σχεδόν καταστρέψει οικονομικά την Αργολίδα, η οποία συχνά δεχόταν επιδρομές από στρατεύματα των αντιπάλων. Η Βενετία προσπάθησε να λάβει κάποια μέτρα, για να βελτιώσει την κατάσταση. Έτσι, αφενός μείωσε τη φορολογία των εισοδημάτων στο Ναύπλιο - και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που στις αρχές τα δεκαετίας του 1480 ο Διοικητής Bartholomeo Minio ανέφερε, ότι η φορολογία που επιβλήθηκε στο Ναύπλιο ήταν από τις χαμηλότερες σε σχέση με άλλες κτήσεις - και αφετέρου διέταξε τον Υπεύθυνο των Οικονομικών Υπηρεσιών να μην προβαίνει σε φορολογικές διευκολύνσεις των πολιτών παρά μόνο με διαταγή του Διοικητή. Αλλά η κατάσταση δε βελτιώθηκε, αφού γύρω στο 1460 εξαιτίας και των συχνών τουρκικών επιδρομών ο πληθυσμός της Αργολίδας είχε μειωθεί και μαζί και τα έσοδα του Ναυπλίου, ενώ με δυσκολία πλέον μπορούσε το Ταμείο της πόλης να πληρώνει τους δημόσιους υπαλλήλους.

Το 16° αιώνα η οικονομική κατάσταση του Ναυπλίου επιδεινώθηκε περισσότερο. Η οικονομία της πόλης είχε καταστραφεί κατά το δεύτερο βενετοτουρκικό πόλεμο, τα αποθέματα σιτηρών που υπήρχαν στις κρατικές αποθήκες ήταν ελάχιστα, στην πόλη δεν εισάγονταν παρά ελάχιστα σιτηρά από την τουρκική πλέον ύπαιθρο και μόνο οι τακτικοί ανεφοδιασμοί από το βενετικό στόλο βελτίωναν την κατάσταση. Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι τιμές των βασικών ειδών διατροφής ήταν υπερβολικά υψηλές. Η έλλειψη σίτου ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η τρέχουσα τιμή του (5 λίρες ανά στάρο) ήταν πιο ακριβή ακόμα και από την τιμή που είχε κατά την περίοδο του πολέμου, αφού το 1502 τα σιτηρά πωλούνταν προς 4 λίρες ανά στάρο (83,3 κιλά).

Επίσης, ήταν αδύνατη η είσπραξη φόρων, αφού υπήρχε έλλειψη χρημάτων, και γι' αυτό οι φοροεισπράκτορες όχι μόνον αρνούνταν να αναλάβουν το αξίωμα αλλά, όσοι είχαν εκμισθώσει φόρους πριν από τον πόλεμο και δεν είχαν προλάβει να τούς συλλέξουν, ζητούσαν αποζημιώσεις για τα ποσά που είχαν προκαταβάλει στο κράτος. μάλιστα, το 1500 ο μόνος φόρος που εκμισθώθηκε στην πόλη ήταν ο φόρος του κρασιού (a la spina) για 2.088 υπέρπυρα (155 δουκάτα), ενώ η Διοίκηση ζητούσε από τη Βενετία επειγόντως χρήματα για τις ανάγκες της πόλης.

 

Β/ Το Οθωμανικό φορολογικό σύστημα

 

Η Α` Τουρκοκρατία στην Πελοπόννησο διήρκησε από το 1460 έως το 1686, οπότε η χερσόνησος αποτέλεσε ένα πασαλίκι με 24 βιλαέτια. Ειδικά στην Αργολίδα η Α` Τουρκοκρατία ξεκινά με την κατάκτηση του Άργους περίπου το 1463 και του Ναυπλίου το 1540. Τέλος η Β` Τουρκοκρατία διήρκησε από το 1715 έως το 1821, με την Πελοπόννησο να χωρίζεται διοικητικά αρχικά σε 23 και στη συνέχεια σε 25 βιλαέτια.

Μετά την κατάκτηση ή επανακατάκτηση μίας περιοχής συντασσόταν ειδικός κανουνναμές (νομοθετική ρύθμιση) που προέβλεπε αναλυτικά όλους τους οφειλόμενους φόρους και το ύψος τους. Tο οθωμανικό φορολογικό σύστημα ήταν σε τέτοιο βαθμό περίπλοκο που παρατηρείται, μερικές φορές σύγχυση σε μελετητές ως προς τα είδη των φόρων και λαθεμένη ταύτιση ενός φόρου με άλλον. Σημειωτέον ότι στη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η φορολογία εξελίχθηκε και δεν παρέμεινε στάσιμη, ωστόσο τα τυπικά χαρακτηριστικά του οθωμανικού φορολογικού συστήματος διαμορφώθηκαν την περίοδο που σουλτάνος ήταν ο Σουλεϊμάν ο μεγάλος ή Νομοθέτης (1520-1566).

Μια γενική εικόνα για τα φορολογικά βάρη

- Στη φορολογία εντοπίζονται οι σημαντικότερες διακρίσεις σε βάρος των μη μουσουλμάνων, σύμφωνα με τη βασική αρχή του ισλαμικού δικαίου ότι οι «άπιστοι» θεωρούνται κατώτεροι, και, συνεπώς, πρέπει να πληρώνουν περισσότερους και βαρύτερους φόρους·

- Τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας οι φορολογικές υποχρεώσεις των χριστιανών ήταν, μάλλον, ελαφρύτερες σε σχέση με τους επόμενους. Κατά την πρώτη περίοδο της δεύτερης Τουρκοκρατίας, δηλαδή μέχρι τα Ορλωφικά, η φορολογία ήταν επίσης σχετικώς ελαφρά. Όμως κατά τη μετάβαση από τον ΙΗ' στον ΙΘ' αιώνα αυξήθηκε, πράγμα που είχε αρνητικές επιπτώσεις στους καλλιεργητές και μικρούς γαιοκτήμονες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στον δανεισμό και, τελικά, έχασαν τα κτήματά τους. Ο φόρος είχε ανέλθει ''εις υπέρογκον βαθμόν'' μέχρι το 1805, κι από τότε μέχρι το 1821 είχε αυξηθεί πολύ περισσότερο.

Ο φοροεισπρακτικός ρόλος των κοινοτήτων

Στην Πελοπόννησο κατά την Τουρκοκρατία το φορολογικό σύστημα συνδεόταν  άμεσα με το θεσμό των κοινοτήτων και ίσχυε διανεμητικό σύστημα των φορολογικών υποχρεώσεων. Η λειτουργία του φοροεισπρακτικού μηχανισμού των κοινοτήτων εξυπηρετούσε τον κατακτητή, ο οποίος χρησιμοποιούσε Έλληνες ως κατώτερα όργανα φορολογικής διαχείρισης.

Πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι Έλληνες που είχαν σχέση με τη δημοσιονομική αυτή λειτουργία δεν ήσαν μόνο οι προεστοί ως εκπρόσωποι του νομικού προσώπου κάθε κοινότητας, αλλά και διάφοροι άλλοι, προεστοί και μη, οι οποίοι επέσυραν αρνητικές κρίσεις για τη φοροεισπρακτική τους δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να επεκτείνονται οι κρίσεις αυτές σ' ολόκληρο το προυχοντικό σώμα. Ωστόσο οι κοινοτικοί άρχοντες συχνά ήσαν υποχρεωμένοι να ικανοποιούν τις φορολογικές απαιτήσεις του κατακτητή, ακόμη κι αν αυτές ήσαν αυθαίρετες και αποσκοπούσαν στην ικανοποίηση ιδιοτελών απαιτήσεων ισχυρών αξιωματούχων.

Όμως και οι ίδιοι είχαν ποικίλα ωφελήματα. Από τη φορολογία εξασφαλιζόταν η δική τους αμοιβή, όπου καταβαλλόταν, τα έξοδα των βεκήλιδων και οι διάφορες δαπάνες για την εξυπηρέτηση των κομματικών του συμφερόντων. Η εξουσιαστική τους επιβολή, όταν δεν μπορούσε να γίνει μέσα από την παραγωγική διαδικασία, πραγματοποιούνταν έμμεσα με τη φορολογία, δηλαδή είτε με τη φορολογική διαχείριση στον κοινοτικό χώρο είτε με την ενοικίαση των φορολογικών προσόδων.

Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η παραχώρηση στους αιρετούς εκπροσώπους των υπόδουλων Ελλήνων, δηλαδή τους προεστούς, του δικαιώματος συμμετοχής στη διανομή και της αποκλειστικότητας στη συγκέντρωση των φόρων οδήγησε βαθμιαία στη μείωση της εξουσιαστικής επιρροής των Τούρκων και τη δημιουργία ευνοϊκών προϋποθέσεων για την έκφραση της πολιτικής δυναμικής και την ενίσχυση των προσπαθειών για την επίτευξη εθνικών στόχων. Η κοινωνική συντροφικότητα που αναπτύχθηκε στις κοινότητες, οι οποίες ήσαν συλλογικώς και αλληλεγγύως υπεύθυνες απέναντι στην τουρκική εξουσία, έδωσε σ' αυτές την πλήρη εξουσία πάνω στα μέλη τους, όχι μόνο φορολογική αλλά και πολιτική, εκκλησιαστική και δικαστική.

Τα έξοδα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης

Η αυτοδιοίκηση απορροφούσε ένα μέρος φορολογίας, όχι το πιο μεγάλο. Αν κρίνουμε από την περίπτωση της Γορτυνίας, ένα μικρό μέρος (μόλις στο 5, 65%) της συνολικής φορολογίας αφορούσε στη λειτουργία της αυτοδιοίκησης (μισθούς και οδοιπορικά έξοδα προεστών). Σε 1500 γρόσια ανερχόταν στην Πελοπόννησο τα έξοδα της αυτοδιοίκησης όλων των βαθμών, ενώ ο λαός επιβαρυνόταν με 8.400.000 γρόσια. Στην Πύλη καταβάλλονταν 1.400.000 γρόσια, και στην κεντρική και επαρχιακή διοίκηση τα υπόλοιπα 5.500.000 γρόσια.

Η Διαδικασία Είσπραξης των φόρων, -πληθυσμιακές απογραφές και πλήρες κτηματολόγιο  στη βάση της-

Το Οθωμανικό κράτος όριζε ετησίως το πόσο που έπρεπε να εισπραχθεί από το δημόσιο ταμείο, και έπειτα ο φόρος διενέμετο, ανάλογα με τις τοπικές δυνατότητες, στις κατά τόπους επαρχίες και κοινότητες.

Οι φορολογικές υποχρεώσεις των υπηκόων της οθωμανικής αυτοκρατορίας προσδιορίζονταν με λεπτομερειακό τρόπο από τα κατάστιχα του δημόσιου ταμείου. Τα κατάστιχα αυτά στηρίζονταν σε συστηματικές κτηματικές απογραφές που πραγματοποιούνταν, ιδιαίτερα την πρώτη περίοδο της αυτοκρατορίας, κάθε τρία χρόνια. Οι γενικές αυτές απογραφές συμπληρώνονταν και από μερικότερες που διεξάγονταν σε επί μέρους επαρχίες.

Έτσι, στην οθωμανική κοινωνία υπήρχαν αναλυτικά φορολογικά κατάστιχα όπως και πλήρες κτηματολόγιο, στα οποία απεικονίζονταν τόσο οι φορολογικές υποχρεώσεις των υπηκόων όσο και οι ιδιοκτησιακές σχέσεις που επικρατούσαν. Υπεύθυνη για την τήρηση των φορολογικών καταλόγων και του κτηματολογίου ήταν η κεντρική εξουσία που με αποσπάσματα εφοδίαζε τους τιμαριώτες για να εισπράττουν τους φόρους στην περιοχή της ευθύνης τους.

Σε περίπτωση διαφοράς οι φορολογούμενοι μπορούσαν να προσφύγουν στα δικαστήρια, που έκριναν αποκλειστικά με βάση τα στοιχεία των φορολογικών καταλόγων και του κτηματολογίου.

Κατά τη σύνταξη στην Τριπολιτσά του φορολογικού καταστίχου, του ''Κοινού καταστίχου του Μορέως'', τον κύριο λόγο είχε το συμβούλιο των εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης, στο οποίο συμμετείχαν και εκπρόσωποι των ελληνικών κοινοτήτων. Από τους επαρχιακούς προεστούς και τους προεστούς των κοινοτήτων γινόταν η σύνταξη του κατάστιχου του Καζά, το οποίο στελλόταν στην Τριπολιτσά προς επικύρωση από τον αρμόδιο καδή.

Χωρίς την έγκριση των προεστών, οι οποίοι ήσαν υπόλογοι μόνο στον πασά, δεν μπορούσε να γίνει καμία διανομή ή είσπραξη φόρου. Η προσωπική ευθύνη που συνεπαγόταν η διαχείριση των οικονομικών της κοινότητας, καθώς και η υποχρέωση καταβολής του καταλογισθέντος φόρου, κατέστησαν τον ρόλο των προεστών στη δημοσιονομική λειτουργία των κοινοτήτων σημαντικότατο. Αν ληφθεί υπόψη ότι με την ανάληψη του αξιώματος τους οι προεστοί προκατέβαλλαν τις φορολογικές υποχρεώσεις της κοινότητας, είναι εύκολο να κατανοήσουμε την αγωνιώδη προσπάθειά τους να εισπράξουν τα οφειλόμενα από τους φορολογούμενους κατοίκους, και μάλιστα όταν υπήρχε αδυναμία να φανούν συνεπείς στη συγκεκριμένη υποχρέωσή τους.

 

Τα είδη των φόρων

Οι βασικοί φόροι του οθωμανικού φορολογικού συστήματος ήταν ο κεφαλικός, η δεκάτη και τα τελωνειακά τέλη ενώ γενικά οι φόροι διακρίνονταν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: σε τακτικούς -ή ιερούς φόρους (resmi orfiye)- και σε έκτακτους (αβαρίζ, τ. avariz).

Στην οθωμανική κοινωνία, όμως, η μορφή απόσπασης πλεονάσματος που είχε καθοριστική σημασία για τη λειτουργία του συστήματος, ήταν ο έγγειος φόρος. Υπόχρεοι για την καταβολή έγγειου φόρου ήταν όλοι όσοι καλλιεργούσαν τη γη ανεξάρτητα από θρησκεία. Η βαρύτητα του έγγειου φόρου πήγαζε από τον αγροτικό χαρακτήρα της τουρκικής οικονομίας. Σε μια τέτοια οικονομία η εργασία του αγρότη, που δεν ήταν ούτε δούλος ούτε δουλοπάροικος αλλά ένα είδος αγρότη του κράτους, αποτελούσε το βασικό παραγωγικό συντελεστή και ως τέτοιος την κύρια πηγή δημιουργίας πλεονάσματος. Έτσι το πλεόνασμα που παραγόταν είχε πρωταρχικά αγροτικό χαρακτήρα.

Ο κεφαλικός φόρος

O κυριότερος τακτικός φόρος ήταν η τζιζιέ (τ. cizye), γνωστός και ως κεφαλικός φόρος· που προοριζόταν για ειδικό τμήμα του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου. Tον κατέβαλλαν μόνο οι μη μουσουλμάνοι. Ως τα τέλη του 17ου αι. καταβαλλόταν από κάθε οικογένεια ανάλογα με την οικονομική της κατάσταση. Στη συνείδηση του χριστιανικού λαού είχε μείνει ως χαράτσι γιατί ακόμη και σε καπουνναμέδες συχνή είναι η χρήση του όρου χαράτσι για τον κεφαλικό φόρο. Δήλωνε τον φόρο υποτέλειας των μη μουσουλμάνων στα ισλαμικά κράτη. Γι' αυτό, στη συνείδηση των χριστιανών το χαράτσι ήταν συνώνυμο της σκλαβιάς.

Απαλλάσσονταν οι απασχολούμενοι σε κρατική υπηρεσία, οι γυναίκες, τα παιδιά, οι κληρικοί και οι ανάπηροι. Tο αρχικό του ύψος ήταν 12, 24 ή 48 ντιρχέμ ασημιού -1 ντίρχεμ = 3,207 γραμμάρια-. H πληρωμή αυτού του φόρου γινόταν ανά hane (= εστία), δηλαδή νοικοκυριό με την ευρύτερη έννοια, που δήλωνε όσους κατοικούσαν κάτω από την ίδια στέγη, αλλά ήταν οικονομικά ανεξάρτητοι. Π.χ. ένας γιος που ζούσε στο σπίτι των γονιών του, έχοντας όμως ανεξάρτητη πηγή εισοδήματος, αποτελούσε έναν χανέ. Ορισμένες πληθυσμιακές ομάδες (όπως οι μεταλλωρύχοι της Xαλκιδικής ή οι φύλακες των δερβενιών) πλήρωναν χαμηλότερο κεφαλικό φόρο.

Ενδεικτικά, το 1491 τα νοικοκυριά που υπόκεινταν σε κεφαλικό φόρο στα Bαλκάνια ανέρχονταν σε 674.357 (από αυτά τα 34.970 πλήρωναν χαμηλότερο φόρο). Συνήθως ο φόρος αυτός πληρωνόταν με ένα κατ' αποκοπή συνολικό ποσό (σύστημα maktu). Συνήθως όμως δεν λαμβανόταν υπόψη η μείωση του πληθυσμού από θανάτους, μεταναστεύσεις ή άλλες αιτίες με συνέπεια λιγότερα άτομα να πληρώνουν μεγαλύτερο αναλογικά φόρο που έτσι καθίστατο περισσότερο επαχθής.

H δεκάτη

Στις συνθήκες αυτές η κυρίαρχη μορφή έγγειου φόρου ήταν η δεκάτη, που στη διαδρομή της οθωμανικής αυτοκρατορίας πήρε πολλές μορφές. H δεκάτη ήταν φόρος επί της παραγωγής αγροτικών προϊόντων (το 1/10). Συχνά όμως κυμαινόταν ανάμεσα στο ένα όγδοο με ένα δεύτερο του παραγόμενου προϊόντος, ανάλογα με τη γονιμότητα του εδάφους ή το είδος του καλλιεργούμενου προϊόντος. Για κάθε τόπο η δεκάτη ήταν σταθερά καθορισμένη και καταχωριζόταν στον οικείο φορολογικό κατάλογο. Ως φόρος η δεκάτη δεν επιβάρυνε το πρόσωπο αλλά τη γη, ανεξάρτητα από το ποιος ήταν ο κάτοχος ή ο νομέας της.

Η δεκάτη που προερχόταν από την καλλιέργεια ιδιωτικής ή σουλτανικής γης, παραδινόταν στους εκπροσώπους του κρατικού ταμείου. Αντίθετα, εκείνη που προερχόταν από γαίες που ανήκαν σε τιμάρια, καταβαλλόταν στον τιμαριούχο, που μάλιστα σε σχέση με τους αγρότες διέθετε δίμηνη προθεσμία για να πουλάει μονοπωλιακά τα προϊόντα της δεκάτης. Κατέβαλλαν όλοι οι παραγωγοί στον τιμαριώτη. Συνήθως οι χριστιανοί κατέβαλλαν το 1/8, ή και το 1/5. Επιπλέον οι αγρότες ήταν υποχρεωμένοι να παραδίδουν τη δεκάτη στην αποθήκη του τιμαριώτη, να μεταφέρουν πρώτα τα δημητριακά στο αλώνι για το αλώνισμα και μετά τον καρπό στις αποθήκες.

Θα πρέπει να επισημανθεί, ότι η παράδοση αυτή δεν είχε χαρακτήρα προσωπικής δέσμευσης αλλά αποτελούσε υποχρέωση απέναντι στο κράτος, που παραχωρούσε τη δεκάτη στον τιμαριούχο σαν αμοιβή για τις διοικητικές και στρατιωτικές υπηρεσίες που παρείχε ο τελευταίος στην κεντρική εξουσία. Συνεπώς η μορφή αυτή αγγαρείας αποτελούσε υποχρέωση του αγρότη απέναντι στο κράτος.

Τα τελωνειακά τέλη

Εκτός από τον κεφαλικό φόρο και τη δεκάτη, βασική κατηγορία φόρου στα πλαίσια του οθωμανικού φορολογικού συστήματος αποτελούσαν και τα τελωνειακά τέλη. Αυτά διακρίνονταν: Στα τέλη που ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν οι μουσουλμάνοι και τα οποία ανέρχονταν σε 4%. Σ' εκείνα που πλήρωναν οι μη μουσουλμάνοι υπήκοοι της αυτοκρατορίας και έφθαναν το 5%. Και, τέλος, στους δασμούς που αφορούσαν τους αλλοδαπούς, οι οποίοι πλήρωναν 3%, με την προϋπόθεση ότι ήταν υπήκοοι χωρών που είχαν συνάψει διομολογήσεις με τους Τούρκους.

Οι τρεις αυτές βασικές κατηγορίες φόρων πλαισιώνονταν από μια πληθώρα από δευτερεύοντες φόρους που προβλέπονταν ή είχαν ενσωματωθεί στ?